βαθουλωμένος

βαθουλωμένος
wklęsły przym.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαθουλώνω — βαθουλώνω, βαθούλωσα, βαθουλωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαθουλώνω — ωσα, ώθηκα, βαθουλωμένος 1. κάνω κάτι βαθουλό, κοιλαίνω: Βαθούλωσαν τα μάτια του από την αϋπνία. 2. γίνομαι βαθουλός, κοιλαίνομαι: Τα μάγουλά του ήταν βαθουλωμένα από την πείνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”